- βαλαντώνω
- 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω3. στενοχωριέμαι4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω-*μαλαντώνω < επίθ. μαλάτος < ιταλ. malato «άρρωστος, ασθενής»].
Dictionary of Greek. 2013.